Wednesday 8 September 2010

Η γιαγιά μου η ανήλικη.


Σήμερα θα έπαιρνα τον παππού μου στο νοσοκομείο για να πιάσει τα χάπια του έτσι έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς για να πάμε πριν ππέσει πολυκοσμία. Αλλά εγώ, επειδή άργησα να πάω σπίτι την προηγουμένη νύχτα αποφάσισα να μην κοιμηθώ καθόλου τζαί επήα πίντα που λαλούμε. Την ώρα που μπήκα στο αυτοκίνητο ένιωσα πολύ ωραία επειδή έλουζε με η φρεσκάδα του δροσερού πρωινού αέρα τζαί ο ήλιος εκάρφωνε με στα μάτια επειδή ανατέλλετουν και όχι επειδή έδυε. Είχα καιρό να βρεθώ έτσι ώρα ξύπνια… απόλαυσα το. Εν τζίνη η φάση που εν πάει καθόλου να είσαι σε αυτοκίνητο ή εγκλωβισμένος σε οποιουδήποτε άλλου είδους όρια. Εν τζίνη η φάση που πάει πολλά να είσαι ξυπόλητος τζαί να ξαπλώνεις μέσα στον κήπο σου, μεθυσμένος που το πολύ οξυγόνο. Στην άφιξη μου η γιαγιά εκάθετουν πάνω στον καναπέ και ο παππούς όρθιος, πανέτοιμος να φύγουμε. Σηκώνεται η γιαγιά τζαί φωνάζει ‘Ε ΓΙΑΝΝΗ! ΕΝ ΝΑ ΦΥΟΥΜΕΝ ΕΜΕΙΣ’ βλέποντας προς το σαλόνι με απροσδιόριστο βλέμμα. Ο παππούς, ο Γιαννής, ο άνδρας της, στον οποίο απευθύνετουν, εστέκετουν δίπλα της τζαί τζίνη εφώναζεν που την άλλη! Ωραία λαλώ, εξεκινήσαμε… επροβλέπετουν δήσκολη μέρα, όπως και ήταν. Λοιπών στο αυτοκίνητο, την μιαν ερωτούσε με ποιος εν ο γέρος που εν δίπλα μου τζαί την άλλη ερωτούσεν τον τζίνο ποια είμαι εγώ! Σε άλλες φάσεις εγύριζε τζαί ελαλούσε μου ότι εν πολλά ωραία τα μαλλούθκια μου, τζαί σε άλλες έπιανε τα τακκούνια μου που το πίσω κάθισμα για να με ρωτήσει τι είναι. Την μιάν ελαλούσε μου ότι έσιε πέντε γιούες τζαί την άλλη ότι εν έσιει με παιθκιά με αγγόνια. (Hello? εγώ τι είμαι?). Τέλος πάντων, με αρκετή υπομονή επήαμε στο νοσοκομείο, επιάσαμε τζαί τα χάπια, επισκευτήκαμε τζαί τον παπά μου στη δουλειά τζαί ήρταμε πίσω σπίτι να φάμε, όπου είχε κιόλας μεσημεριάσει. Καθόλη τη διάρκεια της ημέρας όμως η γιαγιά ήταν ακάθεκτη στον κόσμο της. Είχε αποκαλέσει τον παππού θείο της, παπά της, Παμπήν, Τάκη και Κωστάκη. Εγώ δεν ήξερα αν ήθελα να γελάσω ή να κλάψω και επειδή δεν είχα κοιμηθεί ήμουν πτώμα τζαί τα μάθκια μου εκλείαν τζαί που τη νύστα. Λαλώ που μέσα μου, να φάω γλήγορα τζαί να πάω να ππέσω. Αλλά που να ξέρω η καημένη ότι η γιαγιά έσιει την ενέργεια του δίχρονου? Καταρχάς μόλις έβαλα το φαί μέσα στα πιάτα ενθουσιάστηκε τόσο πολλά που είπε του παππού ότι θέλει να με κάμει κόρη της επειδή είμαι προκομμένη! ‘Μα χόρε χόρε τούντο κορρούιν! Ήντα καλλόν! Γιαννή εν να την κάμω δική μου! Εν να την βάλω να σαρίσει…’ τζαί ο παππούς να γελά τζαί να λαλεί ‘ου κκιάολε’ με ένα ύφος χαριτωμένο. Καθόμαστε λοιπών να φάμε τζαί πιάνει το ποτήρι η γιαγιά τζαί λαλεί μου ‘εις υγεία’ τζαί απαντώ της ‘cheers!’ τζαί απαντά μου ‘CHEEROP’!! Ε τζιαμέ εν το άντεξα! Εφίρτηκα που το γέλιο! Ήταν αστείο έως και κωμικοτραγικό! Τζαί ξέρεις μετά που τζίνο επήρα φόρα τζαί άρχισα τα αστεία τύπου ‘Cheerop mate’ όπου ο μόνος παραλήπτης ήμουν εγώ! Στη συνέχεια ερώτησε με πόσων χρονών είμαι τζαί απάντησεν που μόνη της ότι είμαι δώδεκα… ασχέτως ότι επήρα την στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο και όχι μα τον γάρο. Τζαί όταν την ερώτησα για την δική της ηλικία είπε μου ότι εν έντεκα. Δηλαδή ένα χρόνο νεότερη από εμένα, την εγγονή της! Σε τζίνη τη φάση παίρνεις μιαν ανάσα και ψευτοχαμογελάς αντιλαμβανόμενη ότι η γιαγιά σου πάει… τον έχασε! Όι πως εν το ξέρεις αλλά ήλπιζες ότι θα αναγνώριζε ηλικίες αν όχι τα πρόσωπα. Είναι όντως λυπηρό και συναισθηματικά επώδυνο να βλέπεις την εγκεφαλική κατάντια του ανθρώπου. Ασπούμε σκέφτεσαι, πώς γίνεται? Αφού στέκουμε μπροστά της τζαί θωρεί με! Γιατί εν βλέπει ότι είμαι εγώ? Γιατί εν με αναγνωρίζει? ΑΑΑΑΓΙΑ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ!!!! Αφού μια φορά που ήμασταν μόνες μας είπα της εμπιστεύτηκα ‘Αγια παρέτα να μας περιπαίζεις. Επαρατράβησε το αστείο του ποιος είσαι εσύ τζαί ποιος είναι τούτος! Σοβαρεύτου επιτέλους!’ τζαί το μόνο που είχε να πεί η καημένη ήταν ‘Εντάξει μάνα μου…’